- ιεροκρατία
- ηπολιτική και κοινωνική κυριαρχία των κληρικών, υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην εκκλησιαστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιεροκρατία — η η πολιτική και κοινωνική κυριαρχία τών κληρικών, η υποταγή τής πολιτικής εξουσίας στην εκκλησιαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocracy < hiero (πρβλ. ιερ(ο) *) + cracy (πρβλ. κρατία < κράτος). Η λ. απαντά από το 1835 στον… … Dictionary of Greek
ιεροκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροκρατία («ιεροκρατικό σύστημα») 2. (για πρόσ.) ο οπαδός τού διοικητικού συστήματος τής ιεροκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hierocratic < hierocracy (πρβλ. ιεροκρατία). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek